- Μεγαλόχαρη
- Ορεινός οικισμός (υψόμ. 660 μ., 107 κάτ.) του νομού Άρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τετραφυλίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μεγαλόχαρη — η η Παναγία: Προσκυνήσαμε την εικόνα της Μεγαλόχαρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Our Lady of Tinos — (Greek: Παναγία Ευαγγελίστρια της Τήνου, Panagía Evangelístria tēs Tēnou, literally The All Holy Bringer of Good News ; or Μεγαλόχαρη της Τήνου, Megalócharē tēs Tēnou, literally [She of]] Great Grace ) is the major Marian shrine in Greece. It is… … Wikipedia
μεγαλόχαρος — η, ο 1. αυτός που έχει μεγάλες χάρες, που είναι πολύ χαριτωμένος 2. αυτός που χαρίζει πολλά, γενναιόδωρος 3. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Μεγαλόχαρη προσωνυμία τής Θεοτόκου ως κεχαριτωμένης και πολύ ευεργετικής σε αυτούς που τήν επικαλούνται. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
Τανάγρας, Άγγελος — (1877 – 1964). Φιλολογικό ψευδώνυμο του γιατρού και λογογράφου Άγγελου Ευαγγελίδη. Σπούδασε ιατρική στην Αθήνα και στη Γερμανία και, όταν γύρισε στην Ελλάδα, κατατάχθηκε στο πολεμικό ναυτικό από όπου αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του γενικού… … Dictionary of Greek
επίθετο — το 1. (γραμμ.), λέξη προσαρτημένη σε ουσιαστικό, η οποία δηλώνει την ποιότητα ή την ιδιότητά του: Χλομό πρόσωπο. 2. λέξη που χρησιμεύει για δήλωση του χαρακτήρα κάποιου προσώπου ή των ιδιοτήτων ή των συνηθειών του: Παναγία η Μεγαλόχαρη. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλέορτος — η, ο αυτός που αγαπάει τις γιορτές, που τρέχει στα πανηγύρια: Στη Μεγαλόχαρη της Τήνου πάνε πολλοί φιλέορτοι χριστιανοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)